ἀταραξία

ἀταραξία
ἀτᾰρ-αξία, [dialect] Ion. -ιη, ,
A impassiveness, calmness, Democr. ap. Stob.2.7.3i, Hp.Ep.12, Epicur.Ep.1p.30U., Phld.Oec.p.63 J., Cic.Fam.15.19.2, Hero Bel.71.2, Plu.2.101b, Plot. 1.4.1, etc.; prob. f.l. for ἀταξία in Hp.Praec.14.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀταραξία — ἀταραξίᾱ , ἀταραξία impassiveness fem nom/voc/acc dual ἀταραξίᾱ , ἀταραξία impassiveness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταραξίᾳ — ἀταραξίᾱͅ , ἀταραξία impassiveness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αταραξία —         (ataraxia) (греч.) невозмутимость. Состояние душевного покоя, достигаемое мудрецом (Демокрит, Эпикур, скептики). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв …   Философская энциклопедия

  • αταραξία — Φιλοσοφική αντίληψη για την ψυχική ηρεμία ως την πιο υψηλή αξία. Ο Δημόκριτος πρεσβεύει ότι το μεγαλύτερο αγαθό είναι η ψυχική ηρεμία που οφείλεται στην απόλαυση, μέσα στα όρια του μέτρου, των ηδονών της ζωής. Οι σκεπτικοί, που αμφέβαλαν για όλα …   Dictionary of Greek

  • αταραξία — η ψυχική ηρεμία, ψυχραιμία: Είχε δείξει μιαν αξιοθαύμαστη αταραξία στις συμφορές που τον χτύπησαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀταραξίας — ἀταραξίᾱς , ἀταραξία impassiveness fem acc pl ἀταραξίᾱς , ἀταραξία impassiveness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταραξίαν — ἀταραξίᾱν , ἀταραξία impassiveness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταραξίη — ἀταραξία impassiveness fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταραξίην — ἀταραξία impassiveness fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταραξίης — ἀταραξία impassiveness fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταραξίῃ — ἀταραξία impassiveness fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”